καλοῦσαν

καλοῦσαν
καλέω
call
fut part act fem acc sg (attic epic doric)
καλέω
call
pres part act fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς …   Dictionary of Greek

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • Λερναία — Αρχαιοελληνική μυστηριακή γιορτή, την οποία τελούσαν στη Λέρνα (βλ. λ.) προς τιμήν της Δήμητρας και του Διόνυσου. Σύμφωνα με τον Παυσανία, στη περιοχή αυτή, κοντά στον Ερασίνο ποταμό, υπήρχε λίθινος περίβολος από τον οποίο πραγματοποιήθηκε,… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • διαλλακτής — διαλλακτής, ὁ (Α) ο συμφιλιωτής και συγκεκριμένα άτομο γνωστό για την σωφροσύνη, την αντικειμενικότητα και το κύρος του, τον οποίο καλούσαν αντίπαλες φατρίες να συμφιλιώσει με σκοπό την αποφυγή εμφύλιου πολέμου, όπως π.χ. ο Σόλων …   Dictionary of Greek

  • θεοξένια — Γιορτή που τελούσαν κυρίως στους Δελφούς αλλά και σε άλλα μέρη. Ήταν αφιερωμένη σε έναν θεό που, όπως πίστευαν, φιλοξενούσε και τους άλλους θεούς. Οι διοργανωτές της γιορτής καλούσαν σημαντικά πρόσωπα από άλλες πόλεις και παρέθεταν συμπόσιο. Στην …   Dictionary of Greek

  • ιαύ — ἰαῡ (Α) κραυγή με την οποία αποκρινόταν κάποιος όταν τόν καλούσαν …   Dictionary of Greek

  • καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… …   Dictionary of Greek

  • καταιβάσιος — καταιβάσιος, ον (Α) [καταίβασις] 1. (για αστραπές και κεραυνούς) αυτός που κατεβαίνει 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Καταιβάσιος επίθετο τού Απόλλωνος, τον οποίο καλούσαν στις προσευχές να κατέβει, να επανέλθει στη χώρα τους …   Dictionary of Greek

  • κατακλησία — Η έκτακτη σύνοδος της Εκκλησίας του Δήμου στην αρχαία Αθήνα, η οποία συνερχόταν επειγόντως για την επίλυση σημαντικών θεμάτων. Σε αυτή έπαιρναν μέρος οι κάτοικοι των δήμων όχι μόνο της πρωτεύουσας αλλά και της υπαίθρου, γι’ αυτό ονομαζόταν κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”